- ὑστερόποτμος
- ὑστερόποτμοςsupposed deadmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υστερόποτμος — ον, Α 1. αυτός ο οποίος είχε θεωρηθεί νεκρός και μετά εμφανίστηκε να ζει 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑστερόποτμον τὸν δεύτερον γάμον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + πότμος «μοίρα, πεπρωμένο» (πρβλ. κακό ποτμος)] … Dictionary of Greek
ὑστεροπότμους — ὑστερόποτμος supposed dead masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… … Dictionary of Greek